ἀντήχει — ἀ̱ντήχει , ἀντηχέω sing in answer imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀντηχέω sing in answer pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀντηχέω sing in answer imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἀντηχέω sing in answer pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… … Dictionary of Greek
αλίστονος — ἁλίστονος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση τής θάλασσας 2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»] … Dictionary of Greek
αμφιβόητος — ἀμφιβόητος, ον (ΑΜ) [ἀμφιβοῶ] 1. αυτός που αντηχεί ολόγυρα 2. περιβόητος, περιλάλητος, ξακουστός … Dictionary of Greek
ανεμοσφάραγος — ἀνεμοσφάραγος, ον (Α) αυτός που αντηχεί από το φύσημα των ανέμων … Dictionary of Greek
αντίδουπος — ἀντίδουπος, ον (Α) αυτός που αντηχεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»] … Dictionary of Greek
αντίκτυπος — ο κ. αντίχτυπος (Α ἀντίκτυπος ον) νεοελλ. 1. αντήχηση κτύπου 2. απήχηση, ανακλώμενο αποτέλεσμα, συνέπεια αρχ. αυτός που αντηχεί … Dictionary of Greek
αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… … Dictionary of Greek
βαρυβόας — βαρυβόας, ο (Α) αυτός που αντηχεί βαριά («βαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βόας < βοώ] … Dictionary of Greek
βαρύστονος — βαρύστονος, ον (Α) 1. αυτός για τον οποίο κλαίμε πικρά, αξιοθρήνητος 2. εκείνος που αντηχεί βαριά 3. ο εγγαστρίμυθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + στόνος < στένω «στενάζω, βογγώ»] … Dictionary of Greek